- κουφόνοια
- η (Μ κουφόνοια) [κουφόνους]ελαφρότητα νου, ακρισία, επιπολαιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβάθεια — η [αβαθής] 1. έλλειψη βάθους, ρηχότητα 2. μτφ. επιπολαιότητα, κουφόνοια … Dictionary of Greek
αλαφρογνωμιά — η [αλαφρόγνωμος] επιπολαιότητα, κουφόνοια, αλλοπρόσαλλη στάση … Dictionary of Greek
αμυαλιά — η [άμυαλος] έλλειψη μυαλού, νου, ανοησία, κουφόνοια, απερισκεψία … Dictionary of Greek
κενοβουλία — κενοβουλία, ἡ (Α) το να σκέπτεται κάποιος κενά, κούφια, η κουφόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλεύω), πρβλ. βραδυ βουλία, ορθο βουλία] … Dictionary of Greek
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek
κουφομυαλιά — η [κουφόμυαλος] κουφόνοια* … Dictionary of Greek
κουφόνους — ουν (Α κουφόνους, ουν) ελαφρόμυαλος, αστόχαστος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κουφόνουν η κουφόνοια* («τῷ Καρχηδονίων κουφόνῳ», Αππ.) επίρρ... κουφόνως (Α) αστόχαστα, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + νοῦς (πρβλ. κρυψί νους, μικρό νους)] … Dictionary of Greek
κουφότητα — η (Α κουφότης ητος) [κούφος (Ι)] 1. έλλειψη βάρους («τῶν δὴ τόξων και τοξευμάτων ἡ κουφότης ἁρμόττειν δοκεῑ», Πλάτ.) 2. μτφ. κουφόνοια, επιπολαιότητα, απερισκεψία αρχ. 1. ευκινησία, γρηγοράδα 2. ευπεψία 3. (για ύφος) ελαφρότητα 4. ανακούφιση… … Dictionary of Greek